Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Εt in Arcadia ego







Καθαρός αέρας, επιτέλους, σε ακούω να λες, ακομπανιαμέντο με το ακορντεόν που παίζει βαλκανικά τα Κύματα του Δουνάβεως και το μπάσταρδο χάσκι που ουρλιάζει την απορία του, πώς έγιναν όλα αυτά νόημα, είναι σίγουρα ενδιαφέρον, σε ακούω να λες, αλλά το ξέρεις και δεν με ξεγελάς.
Δεν είναι αφαίρεση αυτό που πονάει μέσα στους Άλλους (τόσες λέξεις για το τίποτα, ένα πανταχού παρόν αίτημα σύνθεσης του απλού), αυτό το γυμνό και ασχημάτιστο πλάσμα που τρέμεις και σιχαίνεσαι να αγγίξεις, αλλά πρέπει τώρα -χτες- να το κάνεις να σταματήσει να απαιτεί την επιστροφή σ' έναν τόπο άναρθρο, συνεχή και αδιατάρακτο.
Ακόμα και στην Αρκαδία, καλή μου, κι εκεί ακόμα, η ζωή είναι ένας ζευγαρωτός χορός με το θάνατο και, για να μπορέσεις να αυτοσχεδιάσεις, πρέπει να μάθεις τη φόρμα.

κάπως έτσι

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Momentum ή οι μισάνοιχτές πόρτες

Το καλοκαίρι του ογδονταεφτά περιμέναμε καύσωνα, και οι δικοί μου ήταν ανήσυχοι. Τις ώρες που ερχόταν το νερό γεμίζαμε τα μεγάλα βαρέλια για το πλύσιμο. Εμένα καρφί δεν μου καιγόταν για τον καύσωνα και για την τρύπα του όζοντος, μόνο που ένιωθα κάτι από το τέλος του κόσμου στα μάτια τους και ακόμα τους εμπιστευόμουν. Σ' αυτό το σπίτι, σ' εκείνον το διαβολότοπο, έβαλαν μέσα μου κάτι απ' την έννοια της συντέλειας. Τα μεσημέρια κοιμόμασταν υποχρεωτικά, πίσω από κλειστά παντζούρια και βρεγμένες αυλές. Το πρόβλημα με τις μισάνοιχτες πόρτες γεννήθηκε ένα ζεστό μεσημέρι του ογδονταεφτά.
Μεγαλώναμε μαζί τα καλοκαίρια και τις γιορτές, με τη βαθιά ενοχή της επιβεβλημένης εγγύτητας, αδερφές για ένα τρίμηνο το χρόνο και μετά χώρια. Την αγαπούσα ή την αποστρεφόμουν, ακόμα δεν το λέω με σιγουριά. Χαριτωμένη και δύσκολη, τα ψηλά της πόδια πονηρό γέλιο για τους πατεράδες μας και υποσχετική για τους φίλους τους, που δεν τολμούσαν να μιλήσουν. Εμένα πάντως με βασάνιζε με τους χοντρούς της τρόπους, ξύλο και χάδια σ' εναλλαγή, μέσα στη μέρα χίλιες φορές.
Το μεσημέρι κοιμηθήκαμε μαλωμένες, εγώ στο μέσα δωμάτιο, που χωρίστηκε από το δικό της με έναν ξεφτιλισμένο τοίχο από σουηδικό ξύλο. Όταν δίψασα, έπρεπε να περάσω από μπροστά της για να φτάσω στο ψυγείο. Δεν ήθελα. Το πείσμα και η συστολή μου βάραιναν τα πόδια. Στάθηκα στη μισάνοιχτη πόρτα και κοίταξα στο βάθος, εκείνο το ψηλό κρεβάτι με το στρώμα που βούλιαζε.
Δεν είχα ξαναδεί κανέναν να μαλακίζεται, κι η ανάσα μου κατέβηκε ως κάτω. Αυτό που μέσα μου ούρλιαζε "πέσε, πέσε, πέσε πάνω της" έσπαγε πάνω στον κυματοθραύστη όλων των φόβων του κόσμου. Στάθηκα στη μισάνοιχτη πόρτα για πάντα. Όταν άνοιξε τα μάτια της, δεν μίλησε. Πρέπει να ανάσαινα βαριά και σίγουρα ήθελα να κλάψω. Δεν θυμάμαι τι έκανα με την πόρτα, υποθέτω όμως ότι την κατάπια, έτσι που η οποιαδήποτε αμφισημία με εξοργίζει...

αλογάκια



Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Μουσική και παιγνιώδης

Σήμερα ήταν μία απ' αυτές τις μέρες που ξυπνάς μ' ένα σκοπό βιδωμένο στο κρανίο, φαντάζομαι καταλαβαίνετε για ποιο πράγμα μιλάω. Κάθε τέτοια μέρα υποθέτω πως ο εκάστοτε σκοπός εμφανίζεται σ' ένα όνειρο που παραείναι έντονο για να το θυμάσαι το πρωί, αλλά αφήνει πίσω τα σάλια του, με τη μορφή ακουστικής παραίσθησης.
Έτσι, λοιπόν, έφτιαξα τον καφέ μου και έβαλα να ακούσω αυτό:


Να μην με παρεξηγήσετε, τον Brian Eno τον αγαπάμε πολύ, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι από την ανάμνηση της νύχτας δεν πάταγε στις νότες. Πρέπει να πω ότι, γενικά, οι παραφωνίες δεν είναι ότι με εκνευρίζουν - μάλλον μ' απογοητεύουν. Σαν να περιμένεις από τον ήχο να δώσει το kick στην καρδιά, κι αυτός να μην κάνει τη δουλειά. Προσπάθησα πάλι:


 Και, ομολογουμένως, τα πράγματα κάπως έστρωσαν. Αλλά πάλι, έχω τραγουδήσει τόσες φορές και τόσο δυνατά "I'm your slice of life" (και το πίστευα, έχω μεγάλη πίστη στη νατουραλιστική μου δύναμη), που ο καημένος ο Τρίτος Θείος έμοιαζε πάλι μισοβαλμένος στο πεντάγραμμο, έτοιμος να αποδημήσει μελαγχολικά εις Κύριον. Το kick πέρασε και δεν ακούμπησε, δηλαδή.

Και τότε απλώς αποδέχτηκα αυτό που απέφευγα τεχνηέντως και δια της επίφασης της 30+ ωριμότητάς μου. Και ο ήχος κούμπωσε στα αυτιά του δεκατετράχρονου, που καπνίζει τα πρώτα του Prince στο πατάρι του πιο σάπιου μπαρ της πόλης και παρακολουθεί ένα μεγαλύτερο αγόρι να τα σπάει με τις κιθάρες, και το πατάρι να τρίζει, να λες ότι τώρα θα φύγουμε κατευθείαν πάνω στα τραπέζια του ισογείου. 

Εγώ απλώς χαμογελάω, κάθε φορά που ανακαλύπτω από την αρχή ότι υπάρχει ένας πυρήνας, που είναι πανέτοιμος ν' απαντήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο ίδιο ερέθισμα, αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες της δοσμένης συνθήκης, που λένε...
Καλή ακρόαση






                                                                      


 

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Συστολική Πίεση

Παρέλειψα να σου πω πως -απ' ό, τι λένε, δηλαδή- η Κοίλη Οδός ήτανε κάτι σαν την Κυψέλη.
Κι έτσι κοίλη ανάμεσα σε τρεις λόφους, μάζευε τα απόνερα της ημέρας.
Ζευγάρια που τσακώνονται και τηγανίλα και παιδιά που πέφτουν για ύπνο την ίδια ώρα.
Το πλήθος μοιραζόταν τις αναπνοές του περίπου ερασμιακά -απ' ό, τι λένε, δηλαδή-, τα πόδια του ενός στην αυλή του άλλου.
Θέλω να πω, αυτή η υπέρταση δεν γεννήθηκε για 'μας. Απλώς εδώ εκβάλλει.

Υ.Γ.: Πιο αριστερά, όπως κοιτούσαμε, έθαψα μια μέρα το σκύλο της γειτόνισσας. Τον έφερε κλεισμένο σε μαύρη, πλαστική σακούλα, κι εγώ άνοιξα ένα ρηχό λάκκο με το τσαπάκι της κηπουρικής. Δεν ξέρω τι με πείραξε πιο πολύ: ο θάνατος του σκύλου ή η ανεπάρκεια των εργαλείων μου;

link για την έμπνευση