Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Momentum ή οι μισάνοιχτές πόρτες

Το καλοκαίρι του ογδονταεφτά περιμέναμε καύσωνα, και οι δικοί μου ήταν ανήσυχοι. Τις ώρες που ερχόταν το νερό γεμίζαμε τα μεγάλα βαρέλια για το πλύσιμο. Εμένα καρφί δεν μου καιγόταν για τον καύσωνα και για την τρύπα του όζοντος, μόνο που ένιωθα κάτι από το τέλος του κόσμου στα μάτια τους και ακόμα τους εμπιστευόμουν. Σ' αυτό το σπίτι, σ' εκείνον το διαβολότοπο, έβαλαν μέσα μου κάτι απ' την έννοια της συντέλειας. Τα μεσημέρια κοιμόμασταν υποχρεωτικά, πίσω από κλειστά παντζούρια και βρεγμένες αυλές. Το πρόβλημα με τις μισάνοιχτες πόρτες γεννήθηκε ένα ζεστό μεσημέρι του ογδονταεφτά.
Μεγαλώναμε μαζί τα καλοκαίρια και τις γιορτές, με τη βαθιά ενοχή της επιβεβλημένης εγγύτητας, αδερφές για ένα τρίμηνο το χρόνο και μετά χώρια. Την αγαπούσα ή την αποστρεφόμουν, ακόμα δεν το λέω με σιγουριά. Χαριτωμένη και δύσκολη, τα ψηλά της πόδια πονηρό γέλιο για τους πατεράδες μας και υποσχετική για τους φίλους τους, που δεν τολμούσαν να μιλήσουν. Εμένα πάντως με βασάνιζε με τους χοντρούς της τρόπους, ξύλο και χάδια σ' εναλλαγή, μέσα στη μέρα χίλιες φορές.
Το μεσημέρι κοιμηθήκαμε μαλωμένες, εγώ στο μέσα δωμάτιο, που χωρίστηκε από το δικό της με έναν ξεφτιλισμένο τοίχο από σουηδικό ξύλο. Όταν δίψασα, έπρεπε να περάσω από μπροστά της για να φτάσω στο ψυγείο. Δεν ήθελα. Το πείσμα και η συστολή μου βάραιναν τα πόδια. Στάθηκα στη μισάνοιχτη πόρτα και κοίταξα στο βάθος, εκείνο το ψηλό κρεβάτι με το στρώμα που βούλιαζε.
Δεν είχα ξαναδεί κανέναν να μαλακίζεται, κι η ανάσα μου κατέβηκε ως κάτω. Αυτό που μέσα μου ούρλιαζε "πέσε, πέσε, πέσε πάνω της" έσπαγε πάνω στον κυματοθραύστη όλων των φόβων του κόσμου. Στάθηκα στη μισάνοιχτη πόρτα για πάντα. Όταν άνοιξε τα μάτια της, δεν μίλησε. Πρέπει να ανάσαινα βαριά και σίγουρα ήθελα να κλάψω. Δεν θυμάμαι τι έκανα με την πόρτα, υποθέτω όμως ότι την κατάπια, έτσι που η οποιαδήποτε αμφισημία με εξοργίζει...

αλογάκια



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου